βιωτός

βιωτός
βιωτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω- (< *gwiyō-) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιωτός — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωτόν — βιωτός to be lived masc/fem acc sg βιωτός to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακοβίωτος — κακοβίωτος, ον (Α) αβίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βιωτος (< βιῶ), πρβλ. αξιο βίωτος] …   Dictionary of Greek

  • αποχειρόβιος — ἀποχειρόβιος κ. βίωτος, ον (Α) αυτός που ζει με την εργασία των χεριών του, ο βιοπαλαιστής …   Dictionary of Greek

  • βιωτικός — ή, όν (Α) [βιωτός] βιοτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”